ακριβοδίκαιος

ακριβοδίκαιος
αία, ον очень справедливый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ακριβοδίκαιος" в других словарях:

  • ἀκριβοδίκαιος — precise as to one s rights masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακριβοδίκαιος — η, ο (Α ἀκριβοδίκαιος, ον) αυτός που δικάζει με αυστηρότητα, ο ακριβής στην απόδοση τού δικαίου νεοελλ. αυτός που συντελείται με απόλυτη δικαιοσύνη, ο πολύ δίκαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβής + δίκαιος] …   Dictionary of Greek

  • ακριβοδίκαιος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που αποδίνει με ακρίβεια τη δικαιοσύνη: Πάντα ήταν κριτής ακριβοδίκαιος. 2. αυτός που έγινε με μεγάλη δικαιοσύνη: Η διανομή της πατρικής περιουσίας ήταν ακριβοδίκαιη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκριβοδίκαιον — ἀκριβοδίκαιος precise as to one s rights masc/fem acc sg ἀκριβοδίκαιος precise as to one s rights neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκριβοδίκαιοι — ἀκριβοδίκαιος precise as to one s rights masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… …   Dictionary of Greek

  • ακροδίκαιος — ἀκροδίκαιος, ον (AM) ο υπερβολικά δίκαιος, ακριβοδίκαιος* αρχ. αυτός που έχει βαθύτατη πίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙΙ) + δίκαιος] …   Dictionary of Greek

  • δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… …   Dictionary of Greek

  • σταχάνη — ἡ, ΜΑ 1. ζυγός, ζυγαριά 2. φρ. «δικαιότερος σταχάνης» ακριβοδίκαιος, αυτός που κρατάει τη ζυγαριά τής δικαιοσύνης (Ζήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. στα χ άνη, με επίθημα άνη, δηλωτικό οργάνου (πρβλ. τρυτ άνη) ανάγεται στο θ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»